- θηραϊκός
- -ή, -ό (Α θηραϊκός, -ή, -όν)1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικοςνεοελλ.1. φρ. «θηραϊκή γη» — η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από προϊστορική έκρηξη τού ηφαιστείου της2. φρ. «θηραϊκή κονία» — κονίαμα που παρασκευάζεται από ανάμιξη θηραϊκής γης με ασβέστη και έχει την ιδιότητα να σκληρύνεται και μέσα στο νερό, υδραυλικό κονίαμααρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ θηραϊκόνιματισμός που φορούσαν στα σατυρικά δράματα στην Αθήνα, το θήραιον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θήρα].
Dictionary of Greek. 2013.